προσκερδαίνω

προσκερδαίνω
Α [κερδαίνω]
κερδίζω επί πλέον ή είμαι κερδισμένος με το παραπάνω (α. «ὥστ' ἐκεῑνοι μὲν οἱ δανεισταὶ προσκεκερδήκασι καὶ οὐκ ἀφείκασι τούτοις οὐδέν», Δημοσθ.
β. «πολλῶν δὲ καὶ ποικίλων ἡδονῶν ἀποσχόμενος προσεκέρδανε τὴν σωματικὴν ὑγίειαν καὶ τὴν εὐεξίαν», Πολ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προσεκέρδησα — προσκερδαίνω gain in addition aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκερδαίνων — προσκερδαίνω gain in addition pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεκέρδανε — προσεκέρδᾱνε , προσκερδαίνω gain in addition aor ind act 3rd sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκεκερδήκασιν — προσκεκερδήκᾱσιν , προσκερδαίνω gain in addition perf ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκερδάναντες — προσκερδά̱ναντες , προσκερδαίνω gain in addition aor part act masc nom/voc pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”